αποφασισμένος -η -ο Adj.  [apofasismenos -i -o, apofasismenos -h -o]

  Adj.
(241)
(47)
  Adj.
(11)

GriechischDeutsch
Αν είναι αποφασισμένος να επιδιώξει την ικανοποίηση του συνόλου της αξίωσης, συμπεριλαμβανομένου του μέρους που απορρίφθηκε από το δικαστήριο, πρέπει να μην κοινοποιήσει τη διαταγή πληρωμής στον καθού και να κινήσει την τακτική διαδικασία.Ist er entschlossen, den gesamten Anspruch einschließlich des vom Gericht zurückgewiesenen Teils geltend zu machen, muss er auf die Zustellung des Zahlungsbefehls an den Schuldner verzichten und ein ordentliches Verfahren einleiten.

Übersetzung bestätigt

Είμαι αποφασισμένος να συμβάλω στη σύναψη εμπορικής συμφωνίας με τις ΗΠΑ, αλλά υποσχέθηκα στο Κοινοβούλιο, κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, ότι θα μεριμνήσω ιδιαίτερα για την τήρηση της ευρωπαϊκής νομοθεσίας.Auch ich bin fest entschlossen, ein Handelsabkommen mit den USA zu schließen, doch habe ich diesem Hause in der Kampagne zugesagt, dabei die europäischen Vorschriften zu achten.

Übersetzung bestätigt

Ωστόσο, με τις ενέργειές μας αυτές, ήμουν αποφασισμένος να διατηρήσω τις νέες διατάξεις όσο γίνεται εγγύτερα στις Συνθήκες της ΕΕ.Dabei war ich persönlich jedoch entschlossen, die neuen Bestimmungen so eng wie möglich an die EU-Verträge anzulehnen.

Übersetzung bestätigt

Για το λόγο αυτό, είμαι αποφασισμένος να πράξω ό,τι μπορώ για να καταστεί το μεγάλο αυτό έργο, που υποστηρίζεται από την ΕΕ, επιτυχές.Deshalb bin ich entschlossen, alles in meiner Macht Stehende zu tun, damit das von der EU geförderte Großprojekt hier Erfolg hat.

Übersetzung bestätigt

Μαζί με όλους τους άλλους επιτρόπους που συνεργάστηκαν στενά για το σχέδιο αυτό, και με τη στήριξη ολόκληρης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, είμαι αποφασισμένος να κάνω την Ενεργειακή Ένωση πραγματικότητα.»Heute bin ich und sind alle anderen EU-Kommissarinnen und Kommissare, die mit Unterstützung der gesamten Kommission im Projektteam eng zusammengearbeitet haben, entschlossen, diese Energieunion Wirklichkeit werden zu lassen.“

Übersetzung bestätigt



Grammatik

  • αποφασισμένος (maskulin)
  • αποφασισμένη (feminin)
  • αποφασισμένο (neutrum)


Griechische Definition zu αποφασισμένος -η -ο

αποφασισμένος, -η, -ο [apofasizménos]

① having made up one's mind, determined, resolved (ant αναποφάσιστος2 1):
αποφασισμένοι νέοι, σύντροφοι |
αποφασισμένος -η -ο να καταστραφεί bent on self-destruction |
με καρδιά αποφασισμένη παραιτήσανε το Σούλι (Vlachogiannis) |
τον ακολούθησαν, αποφασισμένοι να ζήσουν την ασκητική ζωή γυρίζοντας τον κόσμο (Papantoniou) |
έδειχνε αποφασισμένη για μια μάχη, που την ένοιωθε χαμένη κιόλα (KPodivtis) |
υπήρξε ο πλέον αποφασισμένος -η -ο υπερασπιστής της ανεξαρτησίας της εκκλησίας (Tatakis)
② considered lost, written off, condemned (syn ξεγραμμένος):
αποφασισμένος -η -ο άρρωστος |
είπε ο γιατρός πως είμαι αποφασισμένος -η -ο για θάνατο; (Panagiotop)
③ upon which a decision has been made, decided upon (ant αναποφάσιστος2 2):
αποφασισμένες ενέργειες |
poem .. θα προσφέρουμε τις ώρες μας προσάναμμα στην αποφασισμένη προέλαση (Elytis)
[fr postmed (Somavera) αποφασισμένος, ppp of αποφασίζω]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback